Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Patchwork

Δεν έχω πολλά να σας πω σήμερα. Δεν έκανα τίποτα όλη μέρα. Μόνο να σας ευχαριστήσω για όσα μου γράψατε στα σχόλια και στα μαιλ. Δεν περίμενα τέτοια ανταπόκριση για τον τρόπο που γράφω. Θα ήθελα να σας πω και κάτι ακόμα. Μην ανησυχείτε για μένα. Είμαι καλά. Και περνάω καλά. Μου αρέσει εδώ. Και θα επιβιώσω. Όχι μόνο θα επιβιώσω, αλλά θα κάνω και κάτι παραπάνω από αυτό. Πάντα στήριζα και στηρίζω τις επιλογές μου. Δε θα το αλλάξω τώρα αυτό. Κι αν μου λείπει κάτι από την Ελλάδα, αυτό δεν είναι η χώρα, ούτε το ότι δεν ακούω ελληνικά. Οι άνθρωποι μου λείπουν. Κι αυτό δε θέλω να το αλλάξω. Δε θέλω να σας ξεχάσω. Και δε θα το κάνω, όσα χρόνια και να μείνω εδώ.

Χθες ήταν η παρέλαση του Fringe Festival. Γέμισε η Αδελαΐδα με κόσμο. Πρώτη φορά ήταν έτσι. Κόσμος παντού, στους δρόμους, στα μαγαζιά, στα πάρκα. Μόνο στο ποτάμι δεν είχε κόσμο. Λες και ήταν άλλη πόλη εκεί. Μου αρέσουν οι πόλεις με ποτάμι. Το δικό μας το λένε Torrens. Μου θυμίζει έναν χαρακτήρα από το Warcraft 3, που έπαιζα όταν ήμουν στο πρώτο έτος, σε ένα σπίτι που ήταν 23 τετραγωνικά και είχε 4 δωμάτια. Έμεινα σε αυτό το σπίτι τρία χρόνια. Θυμάμαι ακόμα την κάθε λεπτομέρεια αυτού του σπιτιού. Όπως και των υπόλοιπων τεσσάρων που άλλαξα μετά.

Εδώ ακόμα δεν έχω βρει σπίτι. Θα πάω να δω δύο τη Δευτέρα. Άδεια. Φίλοι και γνωστοί είπαν ότι θα μας δώσουν ότι πράγματα τους περισσεύουν, για να το γεμίσουμε. Άραγε είναι έτσι κι οι ζωές μας; Μάλλον. Μας δίνουν οι φίλοι εμπειρίες, τους δίνουμε κι εμείς, και στο τέλος φτιάχνουμε ένα χαρακτήρα patchwork. Ξέρετε, αυτό που είναι φτιαγμένο από χιλιάδες διαφορετικά κομμάτια. Κι αφού εδώ που ήρθαμε πατήσαμε restart, καλό είναι να πάρουμε μερικές εμπειρίες έτοιμες.

Εμείς δεν πήγαμε στην παρέλαση. Είχε τόσο πολύ κόσμο που δεν μπορούσες να σταθείς. Και τρομερή ζέστη. Γι' αυτό ήταν όλοι στους δρόμους. Περπατήσαμε το κέντρο απ' άκρη σ' άκρη. Παντού χαμόγελα, φωνές, παρέες. Όπως άρμοζε σε μια γιορτή. Περάσαμε από ένα μαγαζί που ήταν φτιαγμένο με το τίποτα. Κυριολεκτικά. Για καθίσματα είχε παλέτες, από αυτές που μεταφέρουν τα τούβλα και τα βιβλία (τι παράξενη σύμπτωση) και τα τραπέζια του ήταν μια τάβλα πάνω σε αναποδογυρισμένες κάσες. Το μπαρ ήταν μια καντίνα που την είχαν βάλει μέσα στο χώρο.Εμένα μου θύμισε...

Πήγα και από το ίδρυμα το πρωί. Όλοι στο γραφείο αμίλητοι. Τόσο αφοσιωμένοι στη δουλειά τους που το μόνο που ακούγεται είναι πληκτρολόγια. Μάλλον γι αυτό η πόρτα κάνει τόσο θόρυβο, για να τους αποσπάσει λίγο την προσοχή και να θυμηθούν να ανασάνουν. Δε φοβάμαι μη γίνω σαν κι αυτούς. Αποκλείεται. Η κοπέλα δίπλα μου τελειώνει σε δυο μήνες. Δε θυμάμαι το θέμα της. Δε μιλάει σχεδόν καθόλου. Μόνο γράφει. Προχθές με κέρασε καφέ. Μιλήσαμε στη διαδρομή από και προς το γραφείο. Αυτό ήταν όλο.

Αν θελήσετε να μου στείλετε κάτι, βάλτε και δυο πακέτα ΕΛΜΑ χωρίς ζάχαρη. Και ραντεβουδάκια. Τα κόκκινα. Ευχαριστώ. Αλλά πάνω από όλα γράψτε μου ένα γράμμα. Τα έχουμε παραμελήσει αυτά, με τα e-mail. Αλλά έχουν άλλη αξία. Η χαρά του ταχυδρομείου που έρχεται, η προσμονή του φακέλου μέχρι να ανοίξει και τέλος το ίδιο το γράμμα, που θα είναι πάντα εκεί και δε θα θαφτεί κάτω από τόνους διαφημίσεων για βιάγκρα και χιλιάδες άλλες δουλειές.

Σας φιλώ και σας αγαπώ,
το ξενιτεμένο Βούτυρο






Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Τι ωραία που τα μιλάς τα ελληνικά!

Αύριο κλείνω δυο βδομάδες εδώ. Αν ήμουν κουτάβι, ίσα που θα είχα αρχίσει να ξεμυτίζω από τη φωλιά μου. Και κάπως έτσι νιώθω κιόλας. Σαν μωρό που σιγά σιγά βγαίνει στον έξω κόσμο και πρέπει να τα κερδίσει όλα από την αρχή. Δε θα κρύψω ότι είναι δύσκολο. Αλλά είναι η γαμημένη η πρόκληση που κρύβει, που δε σε αφήνει να κάνεις πίσω. Το "στην Ελλάδα είναι χειρότερα" δεν πιάνει όταν είσαι μόνος σου σε ξένο τόπο. Πρέπει να βρεις άλλους τρόπους να κρατηθείς. Και αναγκαστικά τους βρίσκεις. Γιατί δεν έχεις άλλη επιλογή. Σκάσε και κολύμπα τώρα, that's all you can do.Βέβαια καλό είναι να μη σκασεις και πολύ γιατί έχει και καρχαρίες και δεν αστειεύονται.

Εδώ καλούμαι να παλέψω για τα πάντα. Από το μηδέν και από τα πιο βασικά. Όλα είναι διαφορετικά. Από το ότι οδηγούν ανάποδα, από το ότι δουλεύουν από το πρωί μέχρι τις 5, από τα πράγματα στο σούπερ μάρκετ που είναι άλλα από τα δικά μας κι ένα σωρό ακόμα. Με κυριότερο το οτι οι άνθρωποι εδώ είναι συνεπείς. Όλοι εκτός από το λεωφορείο. Στην Αδελαΐδα δεν έχει μετρό, Έχει μόνο λεοφωρεία κι ένα τραμ. Το τραμ σε πάει στην παραλία και κάπου αλλού που ακόμα δεν πήγα. Τώρα την ανακαλύπτω την πόλη.

Είπαμε, δυο βδομάδες είμαι μόνο εδώ. Και προσπαθώ να την κάνω σπίτι μου. Η Σταματική λέει ότι δε θα γίνει ποτέ. Εγώ λέω ότι θα το προσπαθήσω. Έτσι κι αλλιώς και στην Ελλάδα ποιο ήταν το σπίτι μου; Η Αλεξανδρούπολη; Ο Βόλος; Η Θεσσαλονίκη; Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Όπου γης και πατρίς. Ένα κεραμίδι να υπάρχει κι όλα τα άλλα γίνονται. Δε θέλει και παραπάνω ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος, σας το χω ξαναπεί. Καλή παρέα και ζέστη. Γιατί η ζέστη φτιάχνει τη διάθεση. Χαλαρώνει. Ανοίγει τους ανθρώπους, όπως τα μύδια στον ατμό. Κι εκεί ακόμα ζέστη έχει. Είμαι πολύ χαρούμενη που ήρθα εδώ τώρα που είναι καλοκαίρι. Έτσι θα πάρω από τους ανθρώπους τον καλύτερό τους εαυτό. Και θα τον κρατήσω μέσα μου για το χειμώνα. Αν και μου είπαν ότι εδώ το χειμώνα δεν κάνει κρύο. Τα σπίτια δεν έχουν καλοριφέρ. Ζεσταίνονται με κλιματιστικά, με καλοριφέρ λαδιού και σόμπες αλογόνου. Όπως στην Ελλάδα του σήμερα. Έτοιμη ήμουν να ρωτήσω αν ξέρουν τι είναι το πέλετ. Πού να τους εξηγείς τώρα...

Προχθές πήγα και στο ραδιόφωνο. Είπα μια καλησπέρα στους Έλληνες που μας άκουγαν, από τον ελληνικό σταθμό της Νότιας Αυστραλίας. είπαν ότι θα με καλέσουν κάποια στιγμή να τους μιλήσω για το πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα σήμερα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου κάνει λίγο κατοχικό ραδιόφωνο όλο αυτό. Αναρωτιέμαι πώς ένιωσαν οι άνθρωποι που με άκουσαν και είναι ξενιτεμένοι 30 και 40 χρόνια. Ξέρω ότι δεν έχουν την καλύτερη άποψη για μας, αλλά εγώ με όποιον μιλάω βλέπω τη νοσταλγία στα μάτια του.

Σήμερα μια κυρία που με άκουσε να μιλάω στο τηλέφωνο σχεδόν δακρυσμένη με πλησίασε και μου είπε "Τι ωραία που τα μιλάς τα ελληνικά!". Της απάντησα ότι δεν έχω ούτε δυο βδομάδες που ήρθα. Ένιωσα ότι προσπαθούσε να πάρει την αύρα της Ελλάδας με όλες τις αισθήσεις της. Με άγγιξε, με άκουσε, με κοίταξε. Με ένα βλέμμα νοσταλγίας κι αυτή. Με συγκίνησε.

Στο λεωφορείο το πρωί πέτυχα τρεις Ελληνίδες γιαγιάδες. Από τις δικές μας, τις παραδοσιακές. Όχι αυτές που έχει εδώ, που τα λένε μισά αγγλικά και μισά ελληνικά. Μιλούσαν ελληνικά και όταν έπρεπε να πουν τους αγγλικούς δρόμους τους έλεγαν κι αυτούς με ελληνική προφορά. Τους είπα ότι είναι πολύ όμορφο να ακούς ελληνικά σε ξένο τόπο. Κι εκείνες χάρηκαν που με είδαν. Κάτι τέτοια μικροπράγματα είναι που σου δίνουν δύναμη για τα άλλα, τα πιο μεγάλα.

Οι ώρες εδώ περνάνε γρήγορα. Κι έτσι πέρασε και η δεύτερη βδομάδα. Και συνήθισα πια να παίρνω το λεωφορείο το πρωί. Αύριο θα περάσω σχεδόν όλη τη μέρα στο ίδρυμα. Θα πάρω και ταπεράκι μαζί μου! Υποκατάστατα, αλλά δε γαμείς, δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς....


Σας φιλώ και σας αγαπώ,
το ξενιτεμένο Βούτυρο

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Ζωή Χωρίς Τάπερ

Κι έτσι λοιπόν, την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου έφυγα. Οχτώ παρά είκοσι το πρωί. Χαιρέτησα τον άνθρωπο που στεκόταν πλάι μου τα τελευταία 2,5 χρόνια και με δάκρυα στα μάτια, έφυγα για ντάουν άντερ. Χωρίς τάπερ. Χωρίς τίποτα, παρά μόνο ρούχα κι ενα ζευγάρι μπορντώ σεντόνια. Και μερικά καλώδια. Ένα δικτύου, δυο μίνι usb και μερικά ακόμα. Δεν επιτρέπεται να φέρεις φαγητό στην Αυστραλία.

Έφτασα δυο μέρες αργότερα. Κομμάτια. Και σωματικά και ψυχολογικά. Ήρθαν από την υπηρεσία του πανεπιστημίου, με παρέλαβαν στον αεροδρόμιο και με ξεφόρτωσαν στην πόρτα του σπιτιού μου. Ήρθε η συγκάτοικος, μου έδειξε τα κατατόπια κι έφυγε. Κι έμεινα μόνη μου. Σε ξένο τόπο, χωρίς να ξέρω κανέναν. Έπεσα για ύπνο. Ξύπνησα και με πήγε για φαγητό. Πλήρωσε εκείνη γιατί δεν είχα κάνει συνάλλαγμα. Μετά από 35 ώρες πτήσης ήταν το μόνο που δε σκέφτηκα να κάνω στο αεροδρόμιο. Έφαγα κανελόνια και σπανάκι, όπως την τελευταία φορά που πήγα στην Ιταλία. Δεν ήθελα να αποκοπώ από την Ευρώπη τόσο γρήγορα. Γύρισα σπίτι και ξανάπεσα για ύπνο. Αδύνατο να κοιμηθώ. Εδώ είμαστε 8.30 ώρες μπροστά. Με πήρε ο ύπνος το ξημέρωμα.

Την άλλη μέρα πήρα αυστραλέζικο νούμερο. Μπορώ να σας το δώσω αν θέλετε. Ευτυχώς υπάρχει το viber. Η εφαρμογή αυτή που μας φέρνει πιο κοντά. Πιο κοντά από το σκάιπ. Γιατί με παίρνεις στο κινητό. Δε χρειάζεται να συνδεθώ εγώ κάπου, παρά μόνο να έχω δίκτυο. Κι έτσι μερικές φορές νομίζω ότι δεν έφυγα ποτέ.
Το βράδυ πήγα σε ένα ελληνικό γλέντι. Είχε χαβαλέ. Γνώρισα ανθρώπους. Έκανα φίλους, αυτό που λέμε. Να ξέρετε ότι εδώ δεν έχει χοιρινό. Τα σουβλάκια και ο γύρος τους είναι από αρνί. Από αρνί που δε μυρίζει όμως.Μετά πήγαμε σε μια βραδιά λάτιν. Ίδια με τις δικές μας. Αν δεν είχε πίστα το μαγαζί, όπως παλιά είχαν οι ντίσκο στην Ελλάδα, θα νόμιζα ότι δεν έφυγα ποτέ.

Την Κυριακή κοιμόμουν όλη μέρα. Δεν έκανα απολύτως τίποτα.

Τη Δευτέρα πήγα στο ίδρυμα εδώ. Πάλι δεν είχε τάπερ. Μου είπαν ότι μπορώ να φέρνω το δικό μου, γιατί το φαγητό απο το κυλικείο είναι ακριβό. Δεν είναι το ίδιο. Είχα συνηθίσει το τάπερ να έρχεται από άλλο δρόμο. Είχε κάτι το σπιτικό. Αυτή την ασφάλεια που νιώθεις ότι αυτό έρχεται από κάποιον δικό σου άνθρωπο. Όσοι με διαβάζετε στο τουίτερ θα ξέρετε μάλλον την ειδική σχέση που είχα με τα τάπερ. Εξ ου και το όνομα του μπλογκ.

Η προηγούμενη βδομάδα κύλησε περίεργα. Διάθεση ασανσέρ αυτό που λέμε. Μαζί με διάφορα στάδια αποχωρισμού. Και ξαφνικά, από την Τετάρτη και μετά πάνε όλα καλά! Χαμογελάω ξανά, γελάω πολύ, κάνω πλάκα με φίλους και σιγά σιγά νιώθω το μέρος οικείο και φιλικό. Χθες ήταν η πρώτη μέρα που δε βγήκα έξω μετά από μέρες. Και όχι γιατί δεν ένιωθα καλά, αλλά γιατί πραγματικά κουράστηκα να κοπροσκυλιάζω! Κι αυτό είναι τέλειο!

Σας φιλώ και σας αγαπώ,
το ξενιτεμένο Βούτυρο.